κατερρινημένον

κατερρινημένον
κατερρῑνημένον , καταρρινάω
file down
perf part mp masc acc sg (attic ionic)
κατερρῑνημένον , καταρρινάω
file down
perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταρρινώ — καταρρινῶ και καταρινῶ, άω και έω (Α) 1. φθείρω κάτι ξύνοντας, λεπταίνω («ἰσχναίνων και καταρρινῶν τὰ συγκρίματα») 2. αδυνατίζω από την εργασία 3. φρ. «κατερρινημένον τι λέγειν» να λέει κάτι πολύ λεπτό, πολύ έξυπνο (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”